Καρδιά και βαλβιδοπάθεια: Διάγνωση και αντιμετώπιση - Affidea Ελλάδος

9 Σεπτεμβρίου, 2020

Καρδιά και βαλβιδοπάθεια: Διάγνωση και αντιμετώπιση

Η βαλβιδική νόσος είναι μία από τις συχνότερες καρδιακές νόσους στο γενικό πληθυσμό με συχνότητα 13%  σε ηλικία άνω των 75 ετών και 4% σε ηλικίες 65-74 ετών, σύμφωνα με τις μεγαλύτερες Ευρωπαϊκές μελέτες. Σε μικρότερες ηλικίες, η επίπτωση της νόσου είναι πολύ χαμηλότερη και οφείλεται κυρίως σε γενετικά νοσήματα των καρδιακών βαλβίδων. Οι καρδιακές βαλβίδες είναι τέσσερις (η αορτική, η  μιτροειδής, η τριγλώχινα και η πνευμονική), διαθέτουν πτυχές οι οποίες ανοιγοκλείνουν σαν παραθυρόφυλλα, απομονώνοντας στεγανά τις κοιλότητες της καρδιάς δια μέσω των οποίων διέρχεται το αίμα διαδοχικά.

Οι πιο συχνές βαλβιδοπάθειες είναι η στένωση της αορτικής βαλβίδας και η ανεπάρκεια της μιτροειδούς βαλβίδας. Με τον όρο στένωση εννοούμε την ελάττωση της επιφάνειας του στομίου μιας βαλβίδας, ενώ με τον όρο ανεπάρκεια εννοούμε την μη στεγανή σύγκλησή της (διαρροή). Η συχνότητα των βαλβιδικών νόσων της ανεπάρκειας αορτικής βαλβίδας, της στένωσης μιτροειδούς βαλβίδας ή ανωμαλιών της τριγλώχινας και πνευμονικής βαλβίδας είναι σπανιότερη στο γενικό πληθυσμό. Η στένωση της αορτικής βαλβίδας συμβαίνει  συνήθως σε μεγαλύτερες ηλικίες και οφείλεται στη συγκέντρωση ασβεστίου στις πτυχές της, οι οποίες χάνουν την κινητικότητά τους και έτσι μικραίνει το στόμιό της. Η εκτίμηση του βαθμού στένωσης γίνεται μέσω του υπερηχοκαρδιογραφήματος (τρίπλεξ) από τον καρδιολόγο ιατρό.

Δεν υπάρχει φαρμακευτική θεραπεία η οποία να αναστρέφει τη στένωση της αορτικής βαλβίδας. Αν αυτή γίνει σοβαρού βαθμού και αν ο ασθενής αντιμετωπίζει συμπτώματα δύσπνοιας ή προκάρδιο άλγος κατά την κόπωση ή  περιφερικά οιδήματα ή αύξηση των πιέσεων στις αρτηρίες των πνευμόνων, λόγω αδυναμίας της καρδιάς να προωθήσει και να κυκλοφορήσει το αίμα κατά τις απαιτούμενες συνθήκες (εξαιτίας της στένωσης της αορτικής βαλβίδας), τότε μόνον ενδείκνυται η χειρουργική αντιμετώπιση με αντικατάστασή της από βιοπροσθετική ή μεταλλική βαλβίδα.

Η ανεπάρκεια της μιτροειδούς βαλβίδας συμβαίνει λόγω εκφύλισης των πτυχών της λόγω αυξημένης ηλικίας ή λόγω γενετικών παραγόντων προγενέστερα. Ο βαθμός διαρροής της ή αλλιώς η ανεπάρκειά της εκτιμάται και πάλι μέσω του υπερηχοκαρδιογραφήματος (τρίπλεξ) και η φαρμακευτική θεραπεία και εδώ είναι μόνον ανακουφιστική των συμπτωμάτων και όχι θεραπευτική της βαλβιδοπάθειας.

Εάν και μόνον αν η μιτροειδική ανεπάρκεια είναι σοβαρού βαθμού και ο ασθενής αντιμετωπίζει συμπτώματα δύσπνοιας, πνευμονικό οίδημα ή περιφερικά οιδήματα, ενδείκνυται η χειρουργική αντιμετώπισή της. Εδώ, όμως, η διαφορά είναι ότι αναλόγως της ανατομίας της βλάβης μπορεί να επιτευχθεί η χειρουργική επιδιόρθωση της βαλβίδας σε κατάλληλα Καρδιοχειρουργικά Κέντρα, χωρίς αυτή να αντικατασταθεί και ο ασθενής να λάβει εφ’ όρου ζωής μία βιοπροσθετική ή μεταλλική βαλβίδα.

Επισημαίνεται ότι οι βαλβιδοπάθειες δεν προκαλούν συνήθως οξέα καρδιακά συμβάντα, εκτός και αν βρίσκονται σε παραμελημένες μορφές τους. Ως εκ τούτου, είναι δυνατόν μετά τη διάγνωσή τους να παρακολουθούνται στενά από κατάλληλο καρδιολόγο ιατρό και αν ποτέ χρειαστούν χειρουργική αντιμετώπιση τότε αυτό να γίνεται σε κατάλληλα  Καρδιοχειρουργικά Κέντρα από χειρουργούς με ανάλογη εμπειρία στις επιδιορθώσεις ή αντικαταστάσεις βαλβίδων.

Αν μια βαλβιδοπάθεια παραμεληθεί από τον ιατρό ή τον ασθενή, τότε προκαλεί μη αναστρέψιμες αλλαγές στον καρδιακό μυ και μπορεί να προκαλέσει ακόμα και θάνατο. Σε περιπτώσεις που η εκτίμηση της βαλβιδοπάθειας είναι αμφιλεγόμενη, πλέον εφαρμόζεται μια σύγχρονη λειτουργική δοκιμασία  εκτίμησης της βαλβιδοπάθειας κατά την άσκηση του ασθενούς σε εργομετρικό ποδήλατο με ταυτόχρονη υπερηχοκαρδιογραφική παρακολούθηση, σε εξειδικευμένα Καρδιολογικά Κέντρα. Η συμμετοχή του ασθενούς θα πρέπει να είναι πάντα κομβική, αφού έχει ενημερωθεί για τους κινδύνους και τα οφέλη της οποιασδήποτε θεραπευτικής αντιμετώπισης, φαρμακευτικής ή χειρουργικής, από τον θεράποντα καρδιολόγο.

Σε περιπτώσεις χειρουργικής αντικατάστασης και σε μεγαλύτερες ηλικίες προτιμώνται οι βιοπροσθετικές βαλβίδες έναντι των μεταλλικών, αφού μετά την παρέλευση κάποιων μηνών δεν απαιτείται ο ασθενής να λαμβάνει αντιπηκτική θεραπεία και να αυξάνεται έτσι η πιθανότητα αιμορραγίας του στην καθημερινή ζωή του. Οι μεταλλικές βαλβίδες έχουν το πλεονέκτημα της μακροβιότητας, αφού οι βιοπροσθετικές βαλβίδες συνήθως έχουν ζωή δεκαπέντε ετών περίπου.

Στη σύγχρονη ιατρική φαρέτρα, ειδικά για την αορτική βαλβίδα, γίνεται πλέον βαλβιδική αντικατάσταση διαδερμικά με τη χρήση καθετήρα αλλά αυτό πραγματοποιείται μόνο σε ασθενείς οι οποίοι θεωρούνται αδύναμοι να ανταπεξέλθουν σε χειρουργική αντικατάσταση βαλβίδας (συνήθως σε πολύ μεγάλες ηλικίες), αφού η τελευταία θεωρείται πιο ωφέλιμη για τον ασθενή.

Τέλος, δεν υπάρχουν αποδεδειγμένα αποτελεσματικά μέτρα πρόληψης της εκφύλισης των καρδιακών βαλβίδων παρά μόνον κάποια μέτρα τροποποίησης της καθημερινότητας σε ασθενείς που ήδη έχουν διαγνωστεί με συγκεκριμένες βαλβιδοπάθειες. Η έγκαιρη διάγνωση και εκτίμηση από εξειδικευμένο καρδιολόγο ιατρό είναι θεμελιώδους σημασίας για να αποφευχθεί κάποια αχρείαστη χειρουργική επέμβαση ή αντίθετα να μην παραμεληθεί και προκληθούν μη αναστρέψιμες επιπτώσεις στην καρδιά.

 

Δημήτριος M. Κλέττας MD, MSc, PhD

Καρδιολόγος Ομίλου Affidea, Ειδικός σε θέματα καρδιακής απεικόνισης

Επιμελητής Καρδιολογίας NHS UK

Ιατρός Καρδιολογίας Α΄ Πανεπιστημιακή Κλινική, Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Αθηνών

 

Σχετικά Άρθρα

1

9 Σεπτεμβρίου, 2020

Καρδιά και βαλβιδοπάθεια: Διάγνωση και αντιμετώπιση

Η βαλβιδική νόσος είναι μία από τις συχνότερες καρδιακές νόσους στο γενικό πληθυσμό με συχνότητα 13%  σε ηλικία άνω των 75 ετών και 4% σε ηλικίες 65-74 ετών, σύμφωνα με τις μεγαλύτερες Ευρωπαϊκές μελέτες. Σε μικρότερες ηλικίες, η επίπτωση της νόσου είναι πολύ χαμηλότερη και οφείλεται κυρίως σε γενετικά νοσήματα των καρδιακών βαλβίδων. Οι καρδιακές βαλβίδες είναι τέσσερις (η αορτική, η  μιτροειδής, […]